- φθοροεργός
- φθορο-εργός, όν,A = φθοροποιός, Dam.Isid.204.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθοροεργός — όν, Μ φθοροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + εργός (< ἔργον), πρβλ. νοσο εργός] … Dictionary of Greek
φθοροεργούς — φθοροεργός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)